- πράγμασιν
- πρά̱γμασιν , πρᾶγμαdeedneut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
вещь — ВЕЩ|Ь (1186), И с. 1.Вещь, предмет обихода; собир. имущество: иже и помалоу. имениѥ и б҃аство и ины вещи. въ ˫адра нищихъ ||=въложиша. (χρήματα) ЖФСт XII, 43 43 об.; понѥже отъ родитель даѥмыимъ въ даровъ мѣсто чадомъ. или о сътѩжаныихъ вещии… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
QUADI — Germaniae populi bellicofissimi. Tacit. in German. c. 42. Iuxta Hermunduros Narisei, ac deinde Marcomanni, et Quadi agunt. Eaque Germaniae velut frons est, quatenus Danubio praetexitur. Ergo Quadi in Danubii ripâ: scil. infra Marcomannos. Ptol.… … Hofmann J. Lexicon universale
ακέφαλος — Αυτός που δεν έχει κεφάλι. Ο άναρχος. Μεταφορικά, ο απερίσκεπτος, ο ανόητος, ο άμυαλος. (Βοτ.) Ονομασία της ωοθήκης που είτε δεν έχει στύλους είτε αυτοί φύονται από τα πλάγια ή τη βάση της (π.χ. βοραγινίδες, χειλανθή). (Ζωολ.) Ονομασία που δόθηκε … Dictionary of Greek
εγκατατρίβομαι — ἐγκατατρίβομαι (Α) εξασκούμαι («ἐγκατατετριμμένος ἐν πράγμασιν») … Dictionary of Greek
εξαπορώ — ἐξαπορῶ, έω (AM) 1. βρίσκομαι σε μεγάλη απορία, σε αμηχανία, σε δύσκολη θέση, δεν ξέρω τί να κάνω (α. «τῶν γὰρ στρατηγῶν ἐξαπορησάντων τοῑς πράγμασιν», Αριστοτ. β. «τὸ πῶς νὰ ζήσω ἐξαπορῶ», Πρόδρ.) 2. (μτβ.) στερούμαι, έχω έλλειψη από κάτι 3.… … Dictionary of Greek
επιβάλλω — (AM ἐπιβάλλω) 1. ορίζω ως ποινή ή ως πρόστιμο («επιβάλλω ποινή, πρόστιμο, ζημίην, φυγήν, άργύριον» κ.λπ.) 2. απρόσ. ἐπιβάλλεται (Α ἐπιβάλλει) είναι απαραίτητο να, πρέπει να... 3. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) το επιβάλλον α. νεοελλ. i. η… … Dictionary of Greek
επιφέρω — (AM ἐπιφέρω) νεοελλ. 1. επενεργώ, επιδρώ για δεύτερη φορά («θα επιφέρουμε τροποποιήσεις στο νομοσχέδιο») 2. αναφέρω συμπληρωματικά, επιλέγω, προσθέτω («επιφέρει παραδείγματα που ενισχύουν τους ισχυρισμούς του») 3. (για επιστολή) μεταφέρω… … Dictionary of Greek
επιχωριάζω — (AM ἐπιχωριάζω) [επιχώριος] 1. (για καταστάσεις, έθιμα κ.λπ.) είμαι συνηθισμένος, επικρατώ σε έναν τόπο («καὶ περὶ Ἀθήνας οὕτως ἐπεχωρίασεν ἡ αὐλητική») 2. (για ασθένεια) εκδηλώνομαι συνήθως ή συχνά («στις βαλτώδεις περιοχές επιχωριάζει η… … Dictionary of Greek
κακοπολιτεία — κακοπολιτεία, ἡ (Α) κακή διακυβέρνηση πολιτείας, κακή διοίκηση («τοῑς πράγμασιν ἤδη μοναρχίας ἔδει διὰ τὴν κακοπολιτείαν», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
παραπίπτω — ΝΜΑ πέφτω παράμερα, παραπέφτω, χάνομαι («ἡ ἀκολουθία τοῡ ἁγίου... παραπεσοῡσα οὐχ εὑρίσκετο», Ευστ.) μσν. αρχ. αμαρτάνω αρχ. 1. πέφτω κοντά ή δίπλα σε κάποιον ή σε κάτι («ἐγγὺς δὲ τῶν τειχῶν τὸ σῶμα... παραπεπτωκός», Πλούτ.) 2. έρχομαι… … Dictionary of Greek